- ἐρευθήεις
- ἐρευθήειςredmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερευθήεις — ἐρευθήεις, εσσα, εν (Α) [έρευθος] ερυθρός («μέση μὲν ἐρευθήεσσα τέτυκτο», Απολλ. Ρόδ.)· … Dictionary of Greek
ἐρευθήεντι — ἐρευθήεις red masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευθήεσσα — ἐρευθήεις red fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερευθής — ἐρευθής, ές και ἐρευθήεις, εσσα, εν (Α) [έρευθος] ερυθρός, κόκκινος … Dictionary of Greek